- Ούγγρος
- Ούγγρος, ο και Ουγγαρέζος, ο θηλ. -ακάτοικος, υπήκοος της Ουγγαρίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ούγγρος — ο θηλ. Ουγγρίδα, και Ουγγαρέζος, θηλ. Ουγγαρέζα ο κάτοικος τής Ουγγαρίας ή αυτός που κατάγεται από την Ουγγαρία … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
Γιοκάι, Moρ — (Mor Jokai, Κομάρομ 1825 – Βουδαπέστη 1904). Ούγγρος συγγραφέας. Δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα σε ηλικία 10 ετών και αργότερα σπούδασε νομικά. Το 1848, μαζί με τον Πέτεφι, τέθηκε επικεφαλής του επαναστατικού εθνικιστικού κινήματος της Ουγγαρίας … Dictionary of Greek
Κέρτιζ, Ίμρε — (Imre Kertisz, Βουδαπέστη 1929 –). Ούγγρος λογοτέχνης. Το 1944 φυλακίστηκε εξαιτίας της εβραϊκής καταγωγής του αρχικά στο Άουσβιτς και αργότερα στο Μπούχενβαλντ. Το 1948, μετά την επιστροφή του στην Ουγγαρία, ξεκίνησε να αρθρογραφεί για την… … Dictionary of Greek
Κόσουτ, Λάγιος — (Lajos Kossuth, Μόνοκ 1802 – Τορίνο 1894). Ούγγρος πολιτικός και μεταρρυθμιστής. Σπούδασε στο Σαροσπατάκ και στη Βουδαπέστη και μετά από σύντομη ενασχόληση με τη δικηγορία ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως μέλος της ουγγρικής Δίαιτας το 1825.… … Dictionary of Greek
Μόριτς, Ζίγκμοντ — (Zsigmond Moricz, Τισατσέτσε 1879 – Βουδαπέστη 1942). Ούγγρος συγγραφέας. Από οικογένεια χωρικών, σπούδασε θεολόγος, νομικός και τέλος έγινε συντάκτης εφημερίδας. Πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό Nyugat με το διήγημα Εφτά δεκάρες (1909) και έγινε… … Dictionary of Greek
Μόχολι-Νάγκι, Λάζλο — (Lazlo Moholy Nagy, Μπακς Μποντρόγκ 1895 – Σικάγο 1947). Ούγγρος αρχιτέκτονας, ζωγράφος, μορφολόγος σχεδιαστής και διακοσμητής. Καθηγητής το 1923 στο Μπαουχάους, διακρίθηκε όχι μόνο για τα ζωγραφικά του έργα αλλά και για τα φωτομοντάζ του. Με την … Dictionary of Greek
Μπάλασα ή Μπάλασι, Μπάλιντ — (Balid Balassa ή Balassi, Ζόλιομ 1554 – Έστεργκομ 1594). Ούγγρος ποιητής. Απόγονος πλούσιας και ισχυρής οικογένειας προτεσταντών, υπήρξε και στη ζωη και στην καλλιέργειά του γνήσιος άνθρωπος της Αναγέννησης. Είχε μελετήσει τους αρχαίους λυρικούς … Dictionary of Greek
Μπάρτοκ, Μπέλα — (Bela Bartok, Ναγκισεντμικλός, Τρανσυλβανία 1881 – Νέα Υόρκη 1945). Ούγγρος συνθέτης. Ένας από τους διασημότερους Ούγγρους συνθέτες του 20ού αι. και μεταξύ των κορυφαίων μορφών της νεώτερης μουσικής. Πιανίστας, συνθέτης και έξοχος μελετητής του… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek